ἀλαός

ἀλαοσκοπίη

ἀλαόω
ἀλαο·σκοπίη, ης () [ᾰλ] surveillance aveugle, c. à d. vaine, Il. 10, 515 ; 13, 10 ; Od. 8, 285 ; Hés. Th. 466.
Étym. ἀλαός, σκοπιά.