ἀλαόω

ἀλαπαδνός

ἀλαπαδνοσύνη
ἀλαπαδνός, ή, όν [ᾰπᾰ] facile à détruire ou à renverser, faible, Il. 4, 330 ; Od. 18, 373 ; Hh. Merc. 334 ||
Cp. -ότερος, Il. 4, 305.
Étym. ἀλαπάζω.