ἀλαζονικῶς

ἀλαζονοχαυνοφλύαρος

ἀλαζών
ἀλαζονο·χαυνο·φλύαρος, ος, ον [ᾰᾱᾰ] fanfaron sot et bavard, Archestr. (Ath. 29c).
Étym. ἀ. χαῦνος, φλύαρος.