ἀλαῶπις

ἀλαωπός

ἀλαωτύς
ἀλα·ωπός, ός, όν [ᾰλ] aveugle, obscur, Nonn. Jo. 9, 14.
Étym. ἀλαός, ὤψ ; cf. ἀλαώψ.