ἀλαωτύς

ἀλαώψ

Ἄλϐα
ἀλα·ώψ, ῶπος (ὁ, ἡ) [ᾰλ] aveugle, Syn. Hymn. 3, 583.
Étym. ἀλαός, ὤψ ; cf. ἀλαωπός.