ἀλέασθαι

ἀλεγεινός

ἀλεγεινῶς
ἀλεγεινός, ή, όν [] douloureux, pénible, Il. 5, 658 ; Od. 10, 78 ; avec un inf. ἵπποι ἀ. δαμήμεναι, Il. 10, 402, chevaux difficiles à dompter ||
Sup. -ότατος, A. Rh. 4, 11.
Étym. cf. ἀλγεινός.