ἄλειαρ

ἄλειμμα

ἀλειμμάτιον
ἄλειμμα, ατος (τὸ) [ᾰλ]
1 onguent, parfum, Antiph. (Ath. 553c); Plat. Tim. 50e ||
2 onction, Plut. Lyc. 16, etc.
Étym. ἀλείφω.