Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλειμμάτιον
ἀλειμματώδης
ἁλέϊος
ἀλειμματώδης,
ης, ες
[
ᾰᾰ
] semblable à un onguent,
Hpc.
685, 16
.
Étym.
ἄλειμμα, -ωδης
.