ἀλείπτης

ἀλειπτικός

ἀλειπτός
ἀλειπτικός, ή, όν [] qui concerne l’art de l’ἀλείπτης, Plut. M. 619a ; ἡ ἀλειπτική (s. e. τέχνη) T. Locr. 104a ; Arr. Epict. 2, 12, 19, etc. l’art de l’ἀλείπτης.
Étym. ἀλείφω.