ἁλεῖται

ἀλείτης

ἀλειτουργησία
ἀλείτης, ου () [] coupable, Il. 3, 18 ; Od. 20, 121 ; τινός, A. Rh. 1, 1338, envers qqn.
Étym. ἀλιταίνω.