ἀλεκτορολόφος

ἀλεκτοροφωνία

ἄλεκτος
ἀλεκτορο·φωνία, ας () [ᾰλ] chant du coq, Es. 44 de Furia ; NT. Marc. 13, 35.
Étym. ἀ. φωνή.