ἄλεπις

ἀλέπιστος

ἄλεπος
ἀ·λέπιστος, ος, ον :
1 non écaillé, Archestr. (Ath. 311b) ||
2 non pelé, Geop. 10, 11, 1.
Étym. ἀ, λεπίζω.