Ἀλεξανδρόπολις

ἀλέξανδρος

Ἀλέξανδρος
ἀλέξ·ανδρος, ος, ον, qui protège les hommes, Inscr. (DS. 11, 14).
Étym. ἀλέξω, ἀνήρ.