ἀλιτημοσύνη

ἀλιτήμων

ἀλιτήριος
ἀλιτήμων, ων, ον, gén. ονος [ᾰῐ] coupable, Il. 24, 257, etc. ; Call. Dian. 123.
Étym. ἀλιταίνω.