ἀλλαγίη

ἄλλαγμα

ἀλλαγμός
ἄλλαγμα, ατος (τὸ)
1 changement, Anth. 12, 132 ||
2 échange, denrée échangée, Spt. Deut. 23, 18 ; Lev. 27, 10 ; Esaï. 43, 3, etc. ||
3 prix d’un achat, Clém. Str. 1, p. 321.
Étym. ἀλλάσσω.