ἀλλάκτης

ἀλλακτικός

ἀλλαντοειδής
ἀλλακτικός, ή, όν, qui concerne l’échange ou les échanges, Arstt. Nic. 5, 6, 6 ; ἡ -ική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 223c, l’art des échanges.
Étym. ἀλλάσσω.