ἄλλεγον

ἀλλεπάλληλος

ἄλλῃ
ἀλλ·επ·άλληλος, ος, ον, l’un après l’autre, successif, alternatif, Paus. 9, 39, 4.
Étym. ἄλλος, ἐπί, ἀλλήλων.