ἄλλιξ

ἄλλιστος

ἀλλιτάνευτος
ἄλλιστος, ος, ον, inexorable, Empéd. fr. 50 ; Anth. 7, 643.
Étym. poét. p. *ἄλιστος, de ἀ, λίσσομαι.