ἀλλοδαπός
ἀλλοδημίαἀλλο·δαπός, ή, όν
[δᾰ] d’un autre pays, étranger,
Il. 16, 550 ;
Od. 17, 485 ;
Pd. N.
1, 33 ; 3,
46, etc. ; Eschl. Sept. 1068, 1077 ; Xén.
Cyr. 8, 7, 3,
etc. ; ἡ
ἀλλοδαπή (s. e. γῆ ou χώρα) la terre étrangère, Hdn 5, 2, 13 ; 8, 7, 14, etc.
Étym.
ἄ. -δαπος ; cf.
ποδαπός, παντοδαπός.