ἀλλοεθνία

ἀλλοειδής

ἄλλοθε
ἀλλο·ειδής, ής, ές, qui a un autre aspect, Od. 13, 194 à l’acc. (sel. d’autres, ἀλλοϊδέα p. *ἀλλοϝιδέα) trisyll.
Étym. ἄ. εἶδος.