ἀλλοδοξία

ἀλλοεθνής

ἀλλοεθνία
ἀλλο·εθνής, ής, ές, qui concerne un peuple étranger, Spt. 3 Macc. 4, 6 ; DS. 2, 37, etc. ; DH. 5, 5 ; Jos. A.J. 19, 7, 3.
Étym. ἄ. ἔθνος.