ἀλλογένεθλος

ἀλλογενής

ἀλλογενῶς
ἀλλο·γενής, ής, ές, d’une autre race, Spt. Ezech. 44, 9 ; Esaï. 56, 3 ; 61, 5 ; Jer. 51, 51 ; NT. Luc. 17, 18.
Étym. ἄλλος, γένος.