ἀλλογνοέω-οῶ

ἀλλογνώμων

ἀλλογνώς
ἀλλο·γνώμων, ων, ον, gén. ονος, qui a l’esprit égaré, Ptol. Tetr. p. 183, 21.
Étym. ἄ. γνώμη.