ἀλλοσύνα

ἄλλοτε

ἀλλοτριάζω
ἄλλοτε, adv. une autre fois, d’autres fois : ἄλλοτε μὲν..., ἄλλοτε δέ, Od. 23, 94 ; A. Rh. 4, 179 ; ἄλλοτε μὲν... ἄλλοτε, A. Rh. 3, 683 ; ἄλλοτε... ἄλλοτε δέ, Plat. Rsp. 388a ; ὅτε μὲν... ἄλλοτε δέ, Il. 11, 65 ; τότε... ἄλλοτε, Soph. El. 739 ; τοτὲ μὲν... ἄλλοτε, Soph. Ant. 367 ; ἄλλοτε μὲν... τότε δέ, Xén. An. 4, 1, 17 ; ou, avec le premier terme s. e. (ἄλλοτε)... ἄλλοτε, Soph. El. 752, tantôt... tantôt ; ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε, Xén. An. 2, 4, 26, de temps en temps ; ἄλλοτε ἄλλος, Eschl. Pr. 276 ; Plat. Gorg. 482a, etc. tantôt l’un, tantôt l’autre ||
E Dor. et éol. ἄλλοκα, Thcr. Idyl. 1, 37 ; 2, 155, etc.
Étym. ἄλλος.