ἀλογιστέω-ῶ

ἀλογιστία

ἀλόγιστος
ἀλογιστία, ας () irréflexion, Pol. 5, 15, 3, etc. ; Plut. Arist. c. Cat. ma. 4, M. 114e, 466c : joint à δειλία, App. Mac. 14.
Étym. ἀλόγιστος.