ἁλοίην

ἀλοιητήρ

ἁλοίμαν
ἀλοιητήρ, ῆρος () [] qui broie, Nonn. D. 17, 237 ; ἀλοιητῆρες ὀδόντες, Anth. 11, 379, dents molaires (litt. qui broient).
Étym. ἀλοιάω.