ἀλοηδάριον

ἀλοητός

ἁλόθεν
ἀλοητός ou ἁλοητός, οῦ () []
1 action de battre en grange, Xén. Œc. 18, 5 (var. ἁλοατός) ||
2 moment de battre en grange, El. N.A. 4, 25.
Étym. ἀλοάω.