Ἄλπιστος

ἄλπνιστος

Ἄλπος
ἄλπνιστος, η, ον, sup. de l’inus. *ἄλπνος (cf. ἔπαλπνος) très doux, Pd. I. 4, 14.
Étym. Étymol. incert.