Ἀλήϊον πεδίον

ἀλήϊος

ἀλήϊστος
ἀ·λήϊος, ος, ον, sans moisson, c. à d. pauvre, p. opp. à πολυλήϊος, Il. 9, 125, 267.
Étym. ἀ, λήϊον.