ἀλησμός

ἀλῄστευτος

ἄληστος
ἀ·λῄστευτος, ος, ον, non pillé, Jos. A.J. 18, 9, 4 ; Arr. Epict. 4, 1, 93.
Étym. ἀ, λῃστεύω.