ἅληται

ἀλητεία

ἀλητεύω
ἀλητεία, ας () [ᾰλ] vie errante, Eur. Ion 576, Hel. 934 ; DC. Exc. 34, p. 2 ||
E Dor. ἀλατ- [ᾰᾱ] Eschl. Pr. 900 ; Eur. Hel. 523 ; ion. ἀλητείη, Orph. Arg. 101.
Étym. ἀλήτης.