ἀληθόμυθος

ἀληθορκέω-ῶ

ἀληθοσύνη
ἀληθ·ορκέω-ῶ, jurer la vérité, Chrysipp. (Stob. Fl. 28, 15).
Étym. ἀληθής, ὅρκος.