ἀλῆτο

ἀλητοϐόρος

ἀλητοειδής
ἀλητο·ϐόρος, ος, ον [] mangeur de farine, c. à d. mendiant, Naz. Carm. 14, 94, p. 89c.
Étym. ἀλητόν, βιϐρώσκω.