ἀλωπέκειος

ἀλωπεκῆ

Ἀλωπεκῆθεν
ἀλωπεκῆ, ῆς, contr. de ἀλωπεκέη, έης () (s. e. δορά) peau de renard, Plut. Lys. 7 ||
E Ion. -έη, Hdt. 7, 75.
Étym. ἀλώπηξ.