ἀμαρησκαπτήρ

ἀμαριαῖος

Ἀμαρσυάδας
ἀμαριαῖος, α, ον [ᾰᾰ] de canal ou d’égout, Th. H.P. 2, 6, 5.
Étym. ἀμάρα.