ἀμάσῃ

ἀμάσητος

Ἀμάσητος
ἀ·μάσητος, ος, ον [μᾱ] non mâché, Spt. Job 20, 18 ; Diosc. Iob. 2, p. 62 ; Archig. (Orib. 2, 272 B.-Dar.).
Étym. ἀ, μασάομαι.