ἀμαυρός

ἀμαυροφανής

ἀμαυρόω-ῶ
ἀμαυρο·φανής, ής, ές [ᾰᾰ] qui éclaire faiblement, Stob. Ecl. 1, 556.
Étym. ἀμαυρός, φαίνω.