ἀμϐλωθρίδιος

ἄμϐλωμα

ἀμϐλωπής
ἄμϐλωμα, ατος (τὸ) fœtus avorté, Ant. (Poll. 2, 7), Arét. Cur. m. acut. 1, 6, etc.
Étym. ἀμϐλόω.