ἀμεταθέτως

ἀμετακίνητος

ἀμετακινήτως
ἀ·μετακίνητος, ος, ον [] immuable, immobile, Plat. Ep. 343a ; Arstt. Phys. 4, 4, 18 ; DH. 8, 74, etc.