ἀμεταδότως

ἀμετάθετος

ἀμεταθέτως
ἀ·μετάθετος, ος, ον, immuable, Pol. 2, 32, 5, etc. ; DS. 1, 23, etc. ; Plut. M. 675b ; Spt. 3 Macc. 5, 1, etc.
Étym. ἀ, μετατίθημι.