Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετάτροπος
ἀμετατρεψία,
ας
(
ἡ
) immutabilité,
Ptol.
Tetr.
16
.
Étym.
ἀμετάτρεπτος
.