ἀμετεωρίστως

ἀμέτοχος

ἀμέτρητος
ἀ·μέτοχος, ος, ον, qui ne participe pas à, gén. Plut. M. 877f ; Rhét. (1, 628 W., etc.).
Étym. ἀ, μετέχω.