ἀμφαγείρομαι

ἀμφαδά

ἀμφαδήν
ἀμφαδά [φᾰᾰ] adv. c. ἀμφαδόν, Od. 19, 391 ; A. Rh. 3, 615 ; Nonn. Jo. 16, 111.