ἀμφάδιος

ἀμφαδόν

ἀμφαίνω
ἀμφαδόν [φᾰ] adv. ouvertement, publiquement, Il. 7, 243 ; 9, 370 ; Od. 1, 296 ; A. Rh. 2, 983, etc. ; p. opp. à κρυφηδόν, Od. 14, 330, etc.
Étym. p. *ἀναφαδόν, de *ἀναφάω, cf. ἀναφαίνω.