ἀμφαίνω

ἀμφαλαλάζω

ἀμφαλάλημαι
ἀμφ·αλαλάζω (impf. poét. ἀμφαλάλαζον) [φᾰλᾰλ] entourer avec des cris de joie, Nonn. D. 40, 98.