ἀμφαρίστερος

ἀμφασίη

ἄμφαυξις
ἀμ·φασίη, ης () [φᾰ] impuissance à parler, stupeur, Il. 17, 695 ; Od. 4, 704.
Étym. ἀν nég., φημί ; cf. ἀφασία.