ἀμφέλκομαι

ἀμφελυτρόω-ῶ

ἀμφελύτρωσις
ἀμφ·ελυτρόω-ῶ, envelopper comme d’un fourreau, Lyc. 75.
Étym. ἀ. ἔλυτρον.