ἀμφίϐασις

ἀμφιϐατήρ

ἀμφίϐιος
ἀμφιϐατήρ, ῆρος () [ῐᾰ] protecteur (v. ἀμφιϐαίνω II, 1) Syn. p. 324.
Étym. ἀμφιϐαίνω.