ἀμφιέζω

ἀμφίεκτον

ἀμφιέλικτος
ἀμφίεκτον, ου (τὸ) mesure entre l’ἡμίεκτον et l’ἀμφορεύς, c. à d. les ²/₆ d’une amphore, Thém. 113d.
Étym. ἀ. ἕκτος.