ἀμφιέλικτος

ἀμφιέλιξ

ἀμφιέλισσα
ἀμφι·έλιξ, ικος (ὁ, ἡ) [ῐκ] c. le préc. P. Sil. Ecphr. amb. 108.
Étym. ἀ. ἕλιξ.